μισθωμένο

μισθωμένο
kiralanmış, parayla, ücretle

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγρολήπτης — ο γεωργός που καλλιεργεί μισθωμένο κτήμα, καταβάλλοντος ως ενοίκιο ένα προσυμφωνημένο ποσοστό τών παραγόμενων προϊόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρός + λήπτης < λαμβάνω. ΠΑΡ. αγροληπτικός, αγροληψία] …   Dictionary of Greek

  • επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • μετεκμισθώ — μετεκμισθῶ, όω (Μ) εκμισθώνω σε άλλον κάτι μισθωμένο, υπενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ μισθῶ «ενοικιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • τσάρτερ — το, Ν άκλ. (αεροπ.) επιβατικό αεροπλάνο μισθωμένο από τουριστική εταιρία για ιδιαίτερη πτήση, με μείωση τής τιμής τού κομίστρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”